- κἀριστοτέλης
- Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέληςmasc acc pl (attic epic doric)Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέληςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέληςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.